- μπινελίκι
- το1. η συμπεριφορά και το πάθος τού μπινέ2. συνεκδ. οποιοδήποτε έντονο πάθος3. στον πληθ. τα μπινελίκιαα) εδέσματα που αρέσουν στους μπινέδες, ιδίως τα γλυκίσματα, τα ζαχαρωτάβ) βρισιές.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπινές + κατάλ. -λίκι (πρβλ. καλαμπα-λίκι, μερακ-λίκι)].
Dictionary of Greek. 2013.